- κίχλα
- κίχλᾱ , κίχληthrushfem nom/voc/acc dualκίχλᾱ , κίχληthrushfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίχλα — και κίχλη, ή (AM κίχλη και κίχλα, Α δωρ. τ. κιχήλα) το ωδικό πτηνό τσίχλα («Συρακόσιοι δὲ τὰς κίχλας κιχήλας λέγουσιν», Αθήν.) αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής λαϊκής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, συγγενής τού χελιδών. Ασαφής η ακριβής … Dictionary of Greek
κίχλας — κίχλᾱς , κίχλη thrush fem acc pl κίχλᾱς , κίχλη thrush fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίχλαν — κίχλᾱν , κίχλη thrush fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίχλα — ἴχλα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κίχλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. αποτελεί «γλώσσα» τού Ησύχ. και συνδέεται πιθ. με τη λ. κίχλα «είδος θαλάσσιου ψαριού»] … Dictionary of Greek
κιχλάσωμα — το γένος περκόμορφων οστεϊχθύων τής οικογένειας Cichlidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. cichlasoma < cichla (πρβλ. κίχλα) + soma (πρβλ. σωμα < σῶμα)] … Dictionary of Greek
κιχλίζω — (Α, Μ κιχλάζω) 1. χασκογελώ, χαχανίζω («πολλαὶ συμπαίσδειν με κόραι τὰν νύκτα κέλονται, κιχλίζοντι δὲ πᾶσαι», Θεόκρ.) 2. τρώω τσίχλες, καλοτρώω, καλοπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίχλα] … Dictionary of Greek
κιχλοκόσσυφος — κιχλοκόσσυφος, ὁ (Α) είδος τσίχλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίχλα «τσίχλα» + κόσσυφος «κοτσύφι»] … Dictionary of Greek
κίχλαι — κίχλη thrush fem nom/voc pl κίχλᾱͅ , κίχλη thrush fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)